- νομικός
- -ή, -ό, θηλ. και -ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, -ή, -όν) [νόμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.)2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στους νόμους, που υπάρχει σύμφωνα με τους νόμους, ο συμβατικός, («νομικὸν δίκαιον», Αριστοτ.)3. το αρσ. ως ουσ. ο νομικόςεπιστήμονας που ασχολείται με την ερμηνεία και την εφαρμογή τών νόμων, νομομαθής, δικηγόρος ή δικαστικός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νομικάα) τα θέματα που σχετίζονται με τους νόμους και την ερμηνεία τουςβ) η νομική επιστήμηνεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. α) η νομικόςγυναίκα νομομαθής, δικηγόρος ή δικαστικόςβ) η νομικήη επιστήμη που ερευνά τη γένεση και εξέλιξη τού δικαίου και ερμηνεύει και συστηματοποιεί τους κανόνες του2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Νομικήη σχολή τού πανεπιστημίου στην οποία διδάσκεται η νομική επιστήμη3. φρ. α) «νομικό πρόσωπο»i) υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το οποίο δεν έχει φυσική υπόσταση, αλλά αναγνωρίζεται από το δίκαιοii) στον πληθ. ένωση προσώπων για επιδίωξη κοινού σκοπού, με κατάλληλη οργάνωση και τήρηση τών από τον νόμο προβλεπόμενων διαδικασιών, η οποία αποκτά έτσι αυτοτελή ικανότητα δικαίου, δηλαδή ανεξαρτητοποιείται πλήρως από τα φυσικά πρόσωπα που τήν συναποτελούν και γίνεται η ίδια ιδιαίτερο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεωνiii) σύνολο περιουσίας που διατίθεται για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού η οποία αποκτά προσωπικότητα κατά τη διαδικασία που διαγράφεται σύμφωνα με τον νόμοβ) «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΔΔ» — νομικά πρόσωπα που ασκούν κρατική εξουσία και διέπονται από τους κανόνες τού διοικητικού δικαίουγ) «νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΙΔ» — νομικά πρόσωπα που δημιουργούνται με ελεύθερη βούληση ιδιωτών και είναι τα σωματεία ή οι σύλλογοι, οι επιτροπές εράνων, τα ιδρύματα, οι εμπορικές εταιρείες, οι συνεταιρισμοί και οι διάφορες εταιρείες εμπορικοὺ δικαίουμσν.1. το αρσ. ως ουσ. α) εκκλησιαστικός αξιωματούχος μονών, επισκοπών κ.λπ.β) συμβολαιογράφος2. νόμιμος3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νομικοίαξιωματούχοι τής Εκκλησίας οι οποίοι συνέγραφαν και υπέγραφαν τα κείμενα δικαιοπραξιών, δωρεών, ανταλλαγών, συμβιβασμών, διαθηκών κ.ά. πράξεων και τελούσαν υπό την εποπτεία τού πρωτονοταρίουμσν.-αρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιουδαϊκό Νόμοαρχ.1. δικανικός2. το αρσ. ως ουσ. α) εξηγητής τών νόμωνβ) νομικός σύμβουλος άρχοντος.επίρρ...νομικώς και -ά (ΑΜ νομικῶς Μ και νομικά)κατά τους νόμους, σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι, δικαστικώςνεοελλ.από νομική άποψη, από την άποψη τού γραπτού νόμου.
Dictionary of Greek. 2013.